Η αδυσώπητη διπλωματία του Μικρασιατικού
Του Θεοδόση Καρβουναράκη*
Μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες του σύγχρονου Ελληνισμού ήταν η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Τα γεγονότα, όμως, που επίσημα θυμόμαστε κάθε Σεπτέμβρη δεν αποτελούν απλά μια ακόμη καταγραφή της ιστορικής μας εμπειρίας, αλλά εξακολουθούν να ενδιαφέρουν έντονα και αδιάλειπτα την κοινή γνώμη. Αναζητούνται ερμηνείες και υπεύθυνοι και αποτιμώνται οι συνέπειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Μια σύνθετη και κρίσιμη πτυχή της αναζήτησης αποτελούν η διεθνής πολιτική κατάσταση της εποχής και οι διπλωματικοί χειρισμοί που καθόρισαν τις εξελίξεις. Πρωταγωνιστικός εδώ αναδεικνύεται ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων, που οριοθέτησαν το πλαίσιο δράσης της ελληνικής πολιτείας.
Μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Βρετανίας (οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την αρχική τους πρόθεση να αναλάβουν ρόλο στην περιοχή, γρήγορα αποσύρθηκαν), νικητριών δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για την τύχη της υπό διάλυση, ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καθεμία επιδίωκε να διασφαλίσει υφιστάμενα συμφέροντα και να επεκτείνει την επιρροή της.
Οι Ιταλοί έβλεπαν τους Έλληνες ως ανταγωνιστές στις δικές τους εδαφικές διεκδικήσεις. Οι Γάλλοι επίσης δυσανασχετούσαν για την παρουσία των Ελλήνων στην πρώην αυτοκρατορία, γιατί τους θεωρούσαν εντολοδόχους των Βρετανών, με τους οποίους είχαν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Γάλλοι και Ιταλοί επιδίωκαν συνεννόηση με τον Μουσταφά Κεμάλ, επικεφαλής του αναγεννημένου, απειλητικού τουρκικού εθνικισμού, εις βάρος των Ελλήνων.
Οι Βρετανοί έβλεπαν ευνοϊκά την επέκταση της ελληνικής επιρροής, που θα τους διευκόλυνε, χωρίς ανάλωση ιδίων πόρων, στον έλεγχο των Δαρδανελίων και στην προστασία των, μέσω Σουέζ, επικοινωνιών με την Ινδία.
Τα όρια, όμως, της βρετανικής υποστήριξης φάνηκαν όταν Γάλλοι και Ιταλοί επικαλέστηκαν ως αλλαγή των δεδομένων την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους για να ζητήσουν επανεξέταση των ελληνικών κερδών από τη Συνθήκη των Σεβρών. Για πάνω από ενάμιση χρόνο οι Βρετανοί υποστήριξαν τις ελληνικές θέσεις, αποφεύγοντας όμως δραστικές ενέργειες που θα τους έφερναν σε ανοιχτή ρήξη με τους Γάλλους (τους κύριους ανταγωνιστές τους) ή θα τους ανάγκαζαν να αναλάβουν μονομερώς την υλική υποστήριξη των Ελλήνων.
Κύρια προτεραιότητα των Βρετανών ήταν μια καλή σχέση συνεργασίας με τους Γάλλους για την αντιμετώπιση της ηττημένης Γερμανίας και ευρύτερα της μεταπολεμικής κατάστασης στην Ευρώπη, που ενείχε πολλούς κινδύνους σοβαρών επιπλοκών. Η τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε δευτερεύουσα σημασία για τα βρετανικά συμφέροντα. «Σε σύγκριση με τη Γερμανία η Ρωσία είναι υποδεέστερη, σε σύγκριση με τη Ρωσία η Τουρκία είναι ασήμαντη» είχε πει ο Γουίνστον Τσέρτσιλ, υπουργός Στρατιωτικών εκείνη την εποχή. Η Βρετανία ήταν επίσης εξαντλημένη από τον πόλεμο και δεν είχε ούτε τους πόρους αλλά ούτε και τη διάθεση εμπλοκής σε μια νέα πολεμική περιπέτεια για να στηρίξει αποτελεσματικά την Ελλάδα.
Τέλος, ο πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, φίλος του Βενιζέλου και φιλέλληνας, είχε σημαντικούς περιορισμούς στις κινήσεις του. Επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού, αντιμετώπιζε τις αντιρρήσεις μελών του Υπουργικού Συμβουλίου που αμφέβαλλαν για την ικανότητα των Ελλήνων να επικρατήσουν, επεσήμαιναν την αναζωπύρωση του τουρκικού εθνικισμού και τη συνεννόηση Κεμάλ-μπολσεβίκων και υποστήριζαν πως τα βρετανικά συμφέροντα εξυπηρετούνταν καλύτερα προσεγγίζοντας τον Τούρκο ηγέτη.
Έτσι, οι Βρετανοί υποστήριξαν διπλωματικά τους Έλληνες, δίνοντάς τους την ευκαιρία να συνεχίσουν την προσπάθειά τους, χωρίς όμως να τους βοηθούν υλικά οι ίδιοι ή να αποτρέπουν Γάλλους και Ιταλούς από το να βοηθούν τον Κεμάλ. Με τον τρόπο αυτό παρέτειναν και την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία, που ήταν χρήσιμη ως διαπραγματευτικό όπλο στις επαφές τους με τον Κεμάλ, για την αποδοχή από μέρους του κάποιας μορφής ειρήνης. Ουσιαστικά, λοιπόν, χωρίς απόλυτη θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, περίμεναν την εξέλιξη των πραγμάτων. Η πρόταση από αρμόδιο ειδήμονα του Foreign Office να εξηγηθεί με ειλικρίνεια η κατάσταση στους Έλληνες δεν έγινε αποδεκτή.
Άμοιρη ευθυνών δεν είναι βέβαια η ελληνική κυβέρνηση. Η αρνητική στάση της Γαλλίας και της Ιταλίας ήταν προφανής, καθώς και η απροθυμία των Βρετανών να βοηθήσουν ουσιαστικά. Οι διάδοχοι του Βενιζέλου θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για έλλειψη πολιτικού θάρρους, αν και τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών στην εθνικιστικά υπερφορτισμένη Ελλάδα της εποχής ήταν ασφυκτικά περιορισμένα.
Ίσως είναι σωστότερο να ισχυριστούμε πως η υπόθεση της Μικράς Ασίας ξεκίνησε με όρους ενθαρρυντικούς, με εκ πρώτης όψεως καλές διεθνείς συγκυρίες. Σε αυτές βασίστηκε ο Βενιζέλος και προχώρησε στο παράτολμο εγχείρημά του. Στην πορεία, όμως, τα πράγματα άλλαξαν, μετατρέποντας τους Έλληνες ηγέτες σε υποχείρια μιας αδυσώπητης μοίρας.
*Ο Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι Καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΧΑΡΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΙΑΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1923
Τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας αποτέλεσαν προνομιακό χώρο εισβολής διαφόρων φυλών από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κατά τον 15ο αι., οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή, η οποία κατέστη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με την υπόλοιπη βαλκανική χερσόνησο. Κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, ελάχιστα δείγματα υπάρξεως αλβανικής εθνικής συνειδήσεως στους κατοίκους της περιοχής υπάρχουν. Μάλιστα, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως ο αλβανικός εθνικισμός δημιουργήθηκε (ή κατ’ άλλους αφυπνίστηκε) πολλά χρόνια μετά το ξέσπασμα των επαναστάσεων από τους υπολοίπους, υποτελείς στον Σουλτάνο, λαούς των Βαλκανίων.
Οι πρώτες ενδείξεις υπάρχουν σ’ ένα μνημόνιο-αίτηση κατοίκων 55 μουσουλμανικών, κυρίως, χωριών και κωμοπόλεων, με το οποίο αυτοί ζητούσαν από το Βασιλέα Όθωνα Α΄ της Ελλάδος την ένωσή τους με τη χώρα του. Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν για την περίοδο μετά τη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου, η οποία υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 1878. Σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης αυτής, εδάφη της σημερινής Αλβανίας και του Κοσσυφοπεδίου ενσωματώνονταν στη Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία. Το ενδεχόμενο αυτό προκάλεσε την κινητοποίηση των Αλβανών εθνικιστών, οι οποίοι πρέσβευαν τη δημιουργία μίας αυτόνομης Αλβανίας εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύντομα, δημιουργήθηκαν και διάφορες οργανώσεις («Αλβανικός Σύνδεσμος», «Λίγκα της Πρισρένης» κ.ά.) για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού. Σημαίνοντα μέλη των οργανώσεων αυτών ήρθαν σ’ επαφή με ακραίους Αλβανούς, οι οποίοι ζούσαν στην Ιταλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό τη συγκέντρωση αρκετών χρημάτων.
Η οθωμανική διοίκηση κινητοποιήθηκε για την καταστολή του κινήματος αυτού και έλαβε αυστηρά μέτρα, τα οποία, όμως, δεν απέτρεψαν το ξέσπασμα των εξεγέρσεων του 1910 και του 1911. Οι Νεότουρκοι, καίτοι εφάρμοσαν αρχικώς μία αυστηρά κατασταλτική πολιτική, στη συνέχεια μετέβαλαν στάση και προχώρησαν σε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους Αλβανούς, με σημαντικότερη όλων την εδαφική διασαφήνιση της περιοχής, το καλοκαίρι του 1912. Από τούδε και στο εξής ως Αλβανία λογιζόταν η περιοχή που ανήκε στα βιλαέτια Σκόδρας και Ιωαννίνων καθώς και μεγάλα τμήματα των βιλαετίων Κοσόβου (Κοσσυφοπεδίου) και Μοναστηρίου. Η απόφαση αυτή διέλυσε την έως τότε σύγχυση, δυναμιτίζοντας οριστικά τα όποια σχέδια περί ελληνοαλβανικού κράτους, υπό τη μορφή ενός αντιγράφου της Δυαδικής Μοναρχίας εξύφαιναν ορισμένοι ελληνικοί και αλβανικοί κύκλοι (π.χ. «ελληνοαλβανική ένωση» του 1899). Οι ακραίοι Αλβανοί είχαν πλέον μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στην οποία θα προσάρμοζαν τα σχέδιά τους περί αυτονομίας, ενώ οι Έλληνες είδαν να συμπεριλαμβάνονται στην Αλβανία περιοχές με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό ή με σαφή πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου.
Λίγους μήνες μετά, οι λαοί των Βαλκανίων κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Πύλη. Οι Αλβανοί ήταν οι μόνοι Βαλκάνιοι, που τάχθηκαν με το μέρος του Σουλτάνου. Η θέση τους κατέστη πολύ δύσκολη κυρίως από τη στιγμή, που οι νίκες των Συμμαχικών βαλκανικών δυνάμεων διαδέχονταν η μία την άλλη. Αντιλαμβανόμενοι την κρισιμότητα της καταστάσεως ορισμένοι ηγέτες των ακραίων Αλβανών (μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχε ο Ισμαήλ Κεμάλ) μετέβησαν εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη, τη Βιέννη και το Βουκουρέστι για να εξασφαλίσουν διπλωματική υποστήριξη. Ταυτόχρονα, οι Ιταλοαλβανοί διανοούμενοι ξεσηκώθηκαν στη Ρώμη ζητώντας από την ιταλική κυβέρνηση να συμπαραταχθεί ανοικτά με τους ακραίους αλβανικούς κύκλους. Η ιταλική διπλωματία κυρίως και η αυστριακή δευτερευόντως προσέφεραν την υποστήριξή τους στους κύκλους αυτούς και ο Ισμαήλ Κεμάλ προχώρησε την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας στον Αυλώνα, την 28η Νοεμβρίου 1912. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, η Ρώμη και η Βιέννη υπέγραψαν μία συμφωνία, με την οποία δεσμεύονταν να δημιουργήσουν μία ανεξάρτητη Αλβανία (31/12/1912). Στο νεοσύστατο αυτό κράτος, οι δύο αυτές χώρες συμφώνησαν πως θα διατηρούσαν ισοδύναμες σφαίρες επιρροής. Είναι αξιοσημείωτο πως αγνοήθηκαν πλήρως οι αντιδράσεις του τρίτου μέλους της συμμαχίας, δηλαδή της Γερμανίας και προσωπικώς του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄. Αργότερα, η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με συνθήκη, που υπεγράφη στη Ρώμη (8/5/1913).
Οι μάχες, όμως, συνεχίζονταν. Τον Φεβρουάριο του 1913, ο ελληνικός στρατός, υπό την ηγεσία του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, κατέλαβε τα Ιωάννινα και προήλασε προς Βορράν, προκαλώντας την οργή της ιταλικής διπλωματίας. Τον Μάρτιο του ιδίου έτους, οι Μαυροβούνιοι κατέλαβαν την Σκόδρα, αψηφώντας τις περί του αντιθέτου «υποδείξεις» των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι τελευταίες είχαν ήδη παρέμβει ανοικτά στην υπόθεση μέσω των διαπραγματεύσεων, που ήδη διεξάγονταν στο Λονδίνο. Εκεί, η ιταλική και αυστριακή διπλωματία κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων αντιπροσωπειών για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Η υπογραφείσα Συνθήκη του Λονδίνου (30/5/1993) προέβλεπε πως το κράτος αυτό θα ετίθετο υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων και θα κυβερνάτο από έναν κοινά αποδεκτό από αυτές ηγεμόνα (επελέγη ο Γερμανός πρίγκιπας Γουλιέλμος του Wied, την 29η Ιουλίου του 1913). Επίσης, απεφασίσθη ο διορισμός μιας διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου, η αποστολή Ολλανδών αξιωματικών για την τήρηση της τάξεως και, το σημαντικότερο όλων, η σύσταση μίας διεθνούς επιτροπής για τη διαχάραξη των συνόρων του νέου κράτους. Η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτημα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος προς διακρίβωση του φρονήματος των κατοίκων της περιοχής αλλά αυτό απερρίφθη. Η προαναφερθείσα διεθνής επιτροπή εργάστηκε μέσα σε κλίμα έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των μελών της στο βόρειο τμήμα της Αλβανίας έως την 12η Δεκεμβρίου 1913. Οι εργασίες της ουδέποτε επανελήφθησαν υπό τη σύνθεση αυτή, καθώς το επόμενο καλοκαίρι ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Τα βόρεια σύνορα της Αλβανίας είχαν καθοριστεί σε γενικές γραμμές από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη το Νοέμβριο του 1913. Η διαχάραξη των νοτίων συνόρων, όμως, παρουσίαζε πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς ο ελληνικός στρατός είχε ήδη απελευθερώσει («καταλάβει» για τους Αλβανούς) το μεγαλύτερο μέρος της βορείου Ηπείρου, περιοχή την οποία τόσο η Βιέννη όσο κυρίως η Ρώμη πίεζαν να παραχωρηθεί στην Αλβανία προκειμένου να καταστεί η τελευταία βιώσιμο κράτος. Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία πάλευε να διασφαλίσει τα νεοαποκτηθέντα εδάφη στη Μακεδονία καθώς και τα νησιά του Αιγαίου, εξαναγκάσθηκε να συγκατανεύσει προφορικώς υπό το βάρος των πιέσεων αυτών. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄, όμως, αρνείτο να συναινέσει στην παραχώρηση ελληνικών εδαφών, στην απελευθέρωση των οποίων είχε συντελέσει και ο ίδιος προσωπικώς. Ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις, απεφασίσθη να περιέλθουν στην Αλβανία η παράκτια περιοχή μέχρι τον όρμο της Φτελιάς (με τη νήσο Σάσωνα) και η περιφέρεια της Κορυτσάς μαζί με τη νότια και τη δυτική όχθη της λίμνης Όχριδα. Επί της βάσεως αυτής, υπεγράφη τελικώς το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο επεδίκαζε στην Αλβανία μεταξύ άλλων την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο. Στην Αθήνα, προεκλήθη σάλος και ο μεν Βασιλεύς Κωνσταντίνος απειλούσε να παραιτηθεί του θρόνου για να ηγηθεί του βορειοηπειρώτικου αγώνος, ο δε Ελευθέριος Βενιζέλος απειλούσε να παραιτηθεί της πρωθυπουργίας, εάν ο βασιλεύς επέμενε ν’ ακολουθεί πολιτική διάφορη αυτής της επισήμου κυβερνήσεως. Οι βάσεις της επακόλουθης οξύτατης μεταξύ τους διαφωνίας, που οδήγησε στον «εθνικό διχασμό» είχαν τεθεί.
Τελικώς, οι Βορειοηπειρώτες ξεσηκώθηκαν και πέτυχαν την απελευθέρωση των εδαφών τους, δίχως την υποστήριξη του επίσημου ελληνικού κράτους. Η διχασμένη αλβανική πολιτική ηγεσία (ήδη από την 12η Δεκεμβρίου του 1913 μία δεύτερη αλβανική κυβέρνηση είχε σχηματισθεί από τον Essad Pascha στο Δυρράχιο) μπροστά στο φάσμα της στρατιωτικής ήττας ήρθε σε κάποιας μορφής συμβιβασμό με τους Βορειοηπειρώτες, υπογράφοντας το Πρωτόκολλο της Κερκύρας, τον Μάιο του 1914. Σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αυτού, οι Βορειοηπειρώτες θα απελάμβαναν πολλών προνομίων, που θα διεσφάλιζαν τον ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής. Η ελληνικότητα της βορείου Ηπείρου δηλωνόταν ρητώς και προβλεπόταν ειδική διοικητική οργάνωση των επαρχιών Κορυτσάς και Αργυροκάστρου. Κατ’ ουσίαν, θεσπίζοταν μία ευρεία αυτονομία της περιοχής, εντός των ορίων, όμως, του αλβανικού κράτους. Αυτός ήταν και ο σοβαρότερος λόγος, που έκανε τους εκπροσώπους των Βορειοηπειρωτών απολύτως αρνητικούς στο να υπογράψουν το προαναφερθέν πρωτόκολλο. Τελικώς, ύστερα από έντονες πιέσεις της ελληνικής κυβερνήσεως και προσωπικώς του πρωθυπουργού Βενιζέλου, η πλειοψηφία των εκπροσώπων επείσθη να υπογράψει το πρωτόκολλο, οι όροι του οποίου ουδέποτε εφαρμόσθηκαν στην πράξη από το αλβανικό κράτος.
Ύστερα από λίγες εβδομάδες, ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκος-Φερδινάρδος και η σύζυγός του αρχιδούκισσα Σοφία δολοφονήθηκαν από Σέρβους τρομοκράτες στο Σεράγεβο. Τα Βαλκάνια αναδεικνύονταν εκ νέου σε πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, μόνο που τη φορά αυτή η έκρηξη έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις. Σύντομα, το νεοσύστατο αλβανικό κράτος περιέπεσε στη δίνη της αναρχίας και ο νεοαφιχθείς βασιλεύς του αποχώρησε από αυτό εσπευσμένα (3/9/1914) για να μην επανέλθει ποτέ πια. Κατά τη διάρκεια του «Μεγάλου Πολέμου», στο έδαφος του κατ’ όνομα μόνο αλβανικού κράτους εγκαταστάθηκαν, για λίγο ή πολύ, στρατεύματα από επτά (7) χώρες, δηλαδή από την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, την Αυστροουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Γαλλία κατά σειρά… προσελεύσεως.
Τον Νοέμβριο του 1918, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε και οι δυνάμεις της Συνεννοήσεως (Entente) οι οποίες είχαν στρατεύματα στην περιοχή (Γαλλία και Ιταλία) απεφάσισαν την παραμονή των στρατιωτών τους μέχρι την τελική διευθέτηση του «αλβανικού ζητήματος». Στις αρχές του 1919, η προσωρινή αλβανική κυβέρνηση απευθύνθηκε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, αιτούμενη την επίλυση του εκκρεμούς ζητήματος της διαχαράξεως των συνόρων της Αλβανίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονταν στο νότιο τμήμα της χώρας, όπου δεν είχε μεταβεί η διεθνή επιτροπή και το καθεστώς του οποίου διέπονταν από τις γενικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Αυτές καθόριζαν απλώς μία γραμμή από τη θάλασσα (νοτιοδυτικά) προς την ενδοχώρα (βορειοανατολικά). Στο Παρίσι, όμως, οι αντιπροσωπείες των νικητριών χωρών προσπαθούσαν να διευθετήσουν πολλά και εξίσου σοβαρά εκκρεμή ζητήματα, γεφυρώνοντας πρωτίστως τις διαφορές μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Ως εκ τούτου, το «αλβανικό» περιήλθε σε δεύτερη μοίρα. Επιπλέον, εκφραζόταν μία διάχυτη αμφισβήτηση ακόμα και του ενιαίου της υποστάσεως της Αλβανίας, η τριχοτόμηση της οποίας μεταξύ Ελλάδος, Ιταλίας και Σερβίας αποφεύχθηκε μόνο ύστερα από παρέμβαση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Woodrοw Wilson.
Τον Μάϊο του 1920 και με διαφορά λίγων ημερών, συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Κατ’ αρχάς, η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών απεφάσισε ομοφώνως να αποδοθεί η βόρειος Ήπειρος στην Ελλάδα (Resolution 324, 17/5/1920). Κατόπιν, η Ελλάδα και η Αλβανία υπέγραψαν το Σύμφωνο της Καπεστίτσας (28/5/1920), οι διατάξεις του οποίου προέβλεπαν ότι η Κορυτσά θα περιερχόταν στα χέρια των Αλβανών. Οι τελευταίοι υπόσχονταν για μία ακόμη φορά να σεβαστούν τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών και ως εκ τούτου ο ελληνικός στρατός δεν θα προήλαυνε στην περιοχή, καίτοι είχε εξασφαλίσει προς τούτο την άδεια των Γάλλων και των Ιταλών. Οι ακραίοι Αλβανοί κατηύθυναν τις επόμενες προσπάθειές τους εναντίον των Ιταλών, στρατεύματα των οποίων κατείχαν εκτεταμένες περιοχές στην υπόλοιπη χώρα. Οι ενωμένες αλβανικές ανταρτικές ομάδες κατάφεραν να εκδιώξουν τους Ιταλούς από όλα τα αλβανικά εδάφη (εκτός από τη νήσο Σάσωνα) έως τις 20 Αυγούστου 1920. Η αποχώρηση αυτή έτρωσε μεν το γόητρο του ιταλικού στρατού, δεν εμπόδισε δε την ιταλική κυβέρνηση από το να προσφέρει την αμέριστη συμπαράστασή της στην αντίστοιχη αλβανική για την εισδοχή της τελευταίας στην Κοινωνία των Εθνών (Κ.τ.Ε.), έξι μήνες αργότερα (στις 17/12/1920). Το γεγονός αυτό απετέλεσε μεγάλη διπλωματική επιτυχία των Αλβανών, διότι συνέβη παρά την εκπεφρασμένη αντίθεση της Ελλάδος, του νεοσυσταθέντος βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (μετέπειτα Νοτιοσλαβία – Γιουγκοσλαβία) και της Γαλλίας, η οποία είχε θέσει υπό την «προστασία» της τη Νοτιοσλαβία.
Λίαν συντόμως, η αλβανική κυβέρνηση εκμεταλλεύθηκε τη συμμετοχή της στη Κ.τ.Ε., καταθέτοντας προσφυγή κατά της Ελλάδος και της Νοτιοσλαβίας, στρατεύματα των οποίων «εξακολουθούσαν να κατέχουν παρανόμως τμήματα του αλβανικού εδάφους». Η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία και η βρεταννική διπλωματία παρενέβη για την εκτόνωση της κρίσεως. Το Λονδίνο συνέταξε ένα μνημόνιο με τη σύμφωνη γνώμη των Παρισίων και της Ρώμης, σύμφωνα με το οποίο προτεινόταν η επίλυση του προβλήματος των αλβανικών συνόρων από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη. Η τελευταία έσπευσε να παρέμβει αναγνωρίζοντας τόσο την αλβανική ανεξαρτησία όσο και το «ιδιαίτερο ενδιαφέρον» της Ιταλίας στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής. Επιπλέον, όρισε μια διεθνή επιτροπή για τη διαχάραξη των συνόρων της Αλβανίας in loco (επί τόπου) σύμφωνα με τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Αλβανία είχε υπογράψει μία διακήρυξη για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων έναν μήνα νωρίτερα (στις 2/10/1921). Δεσμευόταν δηλαδή από την υπογραφή της σε τρία διαφορετικά κείμενα. Σήμερα, είναι σε όλους γνωστό το πόσο ετίμησε την υπογραφή της αυτή. Ο Ιταλός Στρατηγός Enrico Tellini τοποθετήθηκε επικεφαλής της διεθνούς επιτροπής, η οποία απαρτιζόταν από Βρεταννούς και Γάλλους αξιωματικούς, με τη συμμετοχή αντιπροσώπων και από την Αλβανία, την Ελλάδα και τη Νοτιοσλαβία. Η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν πολυμελής και πρόεδρός της ορίστηκε ο Αντισυνταγματάρχης Δήμος Νότη Μπότσαρης. Η σύνθεση της διεθνούς επιτροπής προκάλεσε αντιδράσεις τόσο στο Βελιγράδι όσο και στην Αθήνα, όπου η κυβέρνηση αντιμετώπισε με δυσπιστία την πρωτοβουλία του Ιταλού Στρατηγού να αναλάβουν οι Ιταλοί τη διαχάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων και οι Αγγλογάλλοι αυτή της μεθορίου της Αλβανίας με τη Νοτιοσλαβία.
Η επιτροπή ξεκίνησε τις εργασίες της στο Παρίσι και στη Φλωρεντία προτού να φθάσει στην περιοχή τον Μάρτιο του 1922. Το ουσιαστικό έργο της επιτροπής διήρκεσε από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1922 (όταν οι εργασίες διεκόπησαν λόγω του χειμώνα). Τα μέλη της επιτροπής μετέβησαν εκ νέου στην ελληνοαλβανική μεθόριο τον Απρίλιο του 1923 και οι εργασίες ξεκίνησαν την 1η Μαΐου του έτους εκείνου. Η Κορυτσά είχε οριστεί ως έδρα της Επιτροπής κατόπιν προτάσεως του Ιταλού Στρατηγού. Οι Αλβανοί κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες στον τομέα της φιλοξενίας. Ταυτόχρονα, όμως, ελάμβαναν σκληρά κατασταλτικά μέτρα κατά των Βορειοηπειρωτών. Επίσης, αξίωσαν την αντικατάσταση ενός μέλους της ελληνικής αντιπροσωπείας, λόγω της βορειοηπειρωτικής καταγωγής του, αίτημα το οποίο απεδέχθη ο Στρατηγός Tellini.
Οι ενέργειες του τελευταίου έδειχναν να είναι εξ αρχής ευνοϊκές για τις αλβανικές απόψεις. Αυτό πιστοποιήθηκε περίτρανα και από τα κριτήρια που επέλεξε και τα οποία θα καθόριζαν το εάν ένα χωριό θα ανήκε στην Ελλάδα ή την Αλβανία. Αυτά ήταν πολλά, δευτερευούσης σημασίας και σίγουρα όχι αδιάβλητα, καθώς δεν περιελάμβαναν τη βούληση, των ίδιων των κατοίκων, η άποψη των οποίων σπανίως εζητείτο. Το κλίμα «δυναμιτίστηκε» ακόμα περισσότερο από τις αρχικές αποφάσεις του Ιταλού Στρατηγού, με τις οποίες επεδίκαζε τρία χωριά στην Αλβανία. Οι Βορειοηπειρώτες εξοργίστηκαν και η ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε την έντονη δυσφορία της. Επιπλέον, οι αποφάσεις του αυτές προκάλεσαν την καταφορά του ελληνικού Τύπου, η οποία με τη σειρά της επέφερε την αντίδραση του Ιταλού Στρατηγού. Η κατάσταση έτεινε να μετατραπεί σε φαύλο κύκλο και γι’ αυτό η κυβέρνηση των Αθηνών «συνέστησε» στον, υπό καθεστώς λογοκρισίας ευρισκόμενο, Τύπο να χαμηλώσει τους τόνους της κριτικής προς τον Ιταλό Στρατηγό.
Η «υποχωρητικότητα» αυτή της ελληνικής πλευράς παρανοήθηκε προφανώς από τον Στρατηγό Tellini, o oποίος με νέα απόφασή του επεδίκασε τα έναντι της Κερκύρας ευρισκόμενα λιμάνια Παγάνι και Φτελιά στην Αλβανία. Ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει καθολική εξέγερση των Βορειοηπειρωτών, ενδεχόμενο το οποίο αποκλείστηκε από τους Έλληνες ιθύνοντες. Η ελληνική αντίδραση συνίστατο στην κατάθεση προσφυγής στην Κ.τ.Ε. με αίτημα την τροποποίηση της αποφάσεως της τελευταίας περί αποδοχής του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας ως βάσεως για τη διαχάραξη των συνόρων. Το αίτημα της ελληνικής κυβερνήσεως απερρίφθη. Τότε, ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης απεσύρθη από τις εργασίες της επιτροπής, δηλώνοντας πως αρνείτο να συναινέσει στην παραχώρηση ελληνικών εδαφών σε ξένο κράτος.
Την ιδία περίοδο, η ένσταση κορυφώνονταν και στην ευρύτερη περιοχή καθώς στην Γκορίτσια σημειώνονταν συγκρούσεις ανάμεσα σε Ιταλούς και Σέρβους, οι Μαυροβούνιοι δήλωναν εξοργισμένοι από την επιδίκαση περιοχών «τους» στους Αλβανούς και παρεμπόδιζαν το έργο της επιτροπής, ενώ αλβανικές συμμορίες λυμαίνονταν την περιοχή της Ηπείρου προκαλώντας εκτενή δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο. Τέλος, στις 12 Αυγούστου Έλληνες στρατιώτες κατέστρεψαν μία συνοριακή οροθετική κολόνα, που είχαν τοποθετήσει οι Αλβανοί. Το συμβάν εκείνο υπήρξε και η αποκορύφωση της κρίσεως για να επακολουθήσει μία φαινομενική εξομάλυνση της καταστάσεως με την επιστροφή και του Αντισυνταγματάρχη Μπότσαρη στις εργασίες της επιτροπής. Μάλιστα, την 26η Αυγούστου, ο Ιταλός Στρατηγός προσκάλεσε τα μέλη των δύο αντιπροσωπειών για να εορτάσουν από κοινού τα γενέθλιά του. Η εορτή τελέστηκε σ’ ένα ασυνήθιστα «θερμό» κλίμα και τίποτα δεν προδίκαζε τα επερχόμενα γεγονότα.
Το επόμενο πρωΐ, οι αντιπροσωπείες ξεκίνησαν από τα Ιωάννινα (όπου είχε μεταφερθεί η έδρα της επιτροπής) για να διεξαγάγουν αυτοψία στην επίδικη περιοχή νωρίτερα του συνηθισμένου. Ένα ακόμα παράδοξο συμβάν είναι ότι την ημέρα εκείνη πρώτο ανεχώρησε το αλβανικό όχημα, δεύτερο το ελληνικό και τελευταίο το όχημα των Ιταλών αντιπροσώπων. Το τελευταίο ήταν και το ταχύτερο και σύντομα έφθασε την παλαιά Ford της ελληνικής αντιπροσωπείας, η οποία είχε ακινητοποιηθεί λόγω μηχανικής βλάβης. Ο Έλληνας οδηγός αρνήθηκε την προσφερθείσα από τους Ιταλούς βοήθεια και επισκεύασε μόνος του τη βλάβη ύστερα από λίγη ώρα. Η ιταλική Lancia ανέπτυξε ταχύτητα και συνέχισε την πορεία της.
Στο 54ο χλμ., κορμοί δένδρων είχαν τοποθετηθεί κάθετα στο οδόστρωμα, μετά τη διέλευση του οχήματος των Αλβανών αντιπροσώπων. Ο Ιταλός οδηγός φρέναρε εγκαίρως και ακινητοποίησε το αυτοκίνητο, οι επιβάτες του οποίου αποτελούσαν πλέον έναν σχετικά εύκολο, σχεδόν ακίνητο στόχο για τους δράστες. Οι τελευταίοι ενέδρευαν επί μακρόν και είχαν επιλέξει την τοποθεσία με προσοχή. Αμέσως μόλις σταμάτησε η ιταλική Lancia, οι επιβαίνοντες αυτής εδέχθησαν ομοβροντία πυροβολισμών. Η ευστοχία των δραστών υπήρξε παροιμιώδης, καθώς τα περισσότερα θύματα υπέκυψαν στα τραύματά τους ευρισκόμενα εντός ή πλησίον του αυτοκινήτου. Ο Στρατηγός Tellini υπήρξε ο μόνος ο οποίος πρόλαβε να εξέλθει του οχήματος και να διανύσει λίγα μέτρα, αν και τραυματισμένος. Οι δράστες, όμως, τον πρόλαβαν και τον εξετέλεσαν, δίνοντάς του και τη χαριστική βολή. Το ίδιο έπραξαν και για τα υπόλοιπα θύματα, γεγονός που καταδεικνύει και τον αντικειμενικό σκοπό των δραστών. Η πρόσφατη έρευνα κατέδειξε πλήθος νέων στοιχείων, τα οποία ανατρέπουν, πολλά από τα έως σήμερα δεδομένα, καθώς αμφισβητείται ακόμα και ο αριθμός των δραστών. Στο άρθρο αυτό δεν θα γίνει αναφορά σε λεπτομέρειες, αλλά θα παρατεθούν μόνο τα ονόματα των άτυχων θυμάτων (Στρατηγός Enrico Tellini, Υπολοχαγός Mario Bonaccini, Επίατρος Corti, οδηγός Farnetti και ο πρώην δήμαρχος Λεσβοβικίου Αθανάσιος Γκαζίρης).
Λίγη ώρα αργότερα, έφθασε και το όχημα της ελληνικής αντιπροσωπείας, τα μέλη της οποίας ευρέθησαν προ του αποτρόπαιου θεάματος. Ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης διεξήγαγε μία πρόχειρη αυτοψία και έσπευσε να ενημερώσει τα παρακείμενα ελληνικά φυλάκια. Η αναγγελία των τραγικών ειδήσεων προκάλεσε σοκ στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε τους καλύτερους αστυνομικούς στην περιοχή το ταχύτερο δυνατόν. Οι τελευταίοι, καίτοι μεταχειρίσθηκαν κάθε πρόσφορο μέσο, δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν μία νομικώς ακλόνητη και τεκμηριωμένη εκδοχή για το όνομα ή έστω την εθνικότητα των δραστών.
Η ιταλική κυβέρνηση δεν ανέμεινε καν το πόρισμα των Ελλήνων ανακριτών και, θεωρώντας την Ελλάδα υπεύθυνη για το, διαπραχθέν στο έδαφός της, έγκλημα, επέδωσε μία τελεσιγραφική διακοίνωση προς τη διεθνώς απομονωμένη (ύστερα από την εκτέλεση των Έξι) κυβέρνηση των Αθηνών, ύστερα από ελάχιστα εικοσιτετράωρα. Η τελευταία προχώρησε στη μερική αποδοχή της. Μολαταύτα, πριν από την λήψη της αποφάσεως, η Ρώμη είχε στείλει μία ισχυρή ναυτική μοίρα για να καταλάβει την Κέρκυρα. Ο διοικητής της βομβάρδισε και κατέλαβε την στρατιωτικώς ανοχύρωτη Κέρκυρα. Η Ελλάδα εισήλθε στη δίνη μίας διεθνούς κρίσεως, της οποίας ο αντίκτυπος έφθασε μέχρι την Αυστραλία…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Iωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Νομικός-Διεθνολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών